- σπασμώδης
- -ες / σπασμώδης, -ῶδες, ΝΜΑ [σπασμός]1. αυτός που συνοδεύεται από σπασμούς (α. «σπασμώδης βήχας» β. «σπασμώδη ἀλγήματα»)2. αυτός που εμφανίζει σπασμό, σπασμωδικός («σπασμώδης κίνηση»)αρχ.1. το αρσ. και θηλ. ως ουσ.ὁ, ἡ σπασμώδηςαυτός που πάσχει από σπασμούς2. το ουδ. ως ουσ. τὰ σπασμώδηπαροξυσμοί σπασμών.επίρρ...σπασμωδῶς Αμε σπασμούς.
Dictionary of Greek. 2013.